- λύθρος
- λύθρονdefilement from bloodmasc nom sgλύθροςdefilement from bloodmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… … Dictionary of Greek
λυθριάζω — [λύθρος] μουχλιάζω … Dictionary of Greek
λυθροβαφής — λυθροβαφής, ές (Μ) κηλιδωμένος, βαμμένος με αίμα πηγμένο και ανάμικτο με σκόνη και ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος «ακάθαρτο αίμα» + βαφής (< βάπτω)] … Dictionary of Greek
λυθροστάλακτος — λυθροστάλακτος, ον (Μ) αυτός που είναι βρεγμένος με αίμα, που στάζει αίμα («λυθροστάλακτοι χεῑρες», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος + στάλακτος (< σταλάζω)] … Dictionary of Greek
λυθρόβαπτος — λυθρόβαπτος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει κηλίδες λύθρου, λυθροβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος «ακάθαρτο αίμα» + βαπτος (< βαπτός < βάπτω)] … Dictionary of Greek
λυθρόφυρτος — λυθρόφυρτος, ον (Μ) γεμάτος αίματα, ανάμικτος με λύθρο («δόρατα λυθρόφυρτα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος «ακάθαρτο αίμα» + φυρτος (< φύρω «βρέχω, μιαίνω»), πρβλ. αιμό φυρτος] … Dictionary of Greek
λυθρώ — λυθρῶ, όω (Α) [λύθρος] κηλιδώνω με αίμα, με λύθρο … Dictionary of Greek
λυθρώδης — λυθρώδης, ῶδες (Α) [λύθρος] κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.) … Dictionary of Greek
λύθροιο — λύθρον defilement from blood masc gen sg (epic) λύθρον defilement from blood neut gen sg (epic) λύθρος defilement from blood masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύθροις — λύθρον defilement from blood masc dat pl λύθρον defilement from blood neut dat pl λύθρος defilement from blood masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)